- ποικιλόδειρος
- -ον, Α1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].
Dictionary of Greek. 2013.