ποικιλόδειρος

ποικιλόδειρος
-ον, Α
1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό
2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόδειρος — with variegated neck masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόδειρον — ποικιλόδειρος with variegated neck masc/fem acc sg ποικιλόδειρος with variegated neck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόδειροι — ποικιλόδειρος with variegated neck masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”